Η πoλη, και αυτα που συνεβαιναν τον τελευταιο καιρο, τον επνιγαν.
Σκεφτηκε ν' ανοιξει το φινιστρινι της αποδρασεως...
Μιας ωρας δρομος θετικης σκεψης ηταν προς τη θαλασσα.
Εκλεισε τα ματια του και αφησε να τον παρασυρει κοντα της.
Της μιλησε, ακραγγιζοντας την αργοκυμαντη αθωοτητα του χιτωνα της.
Με το υγρο της γαλαζιο, γεμισε μια συριγγα ονειρα
και την εστρεψε προς στις φλεβες του.
Το προσωπο του, θυμισε Γεναρη μηνα και βαρυχειμωνια·
σκοτεινο τοπιο αχερουσιας.
- Τι κοσμος, ψελλισε...
Εγειρε, και οστρακο κουρνιασε στη ραϊσια ενος βραχου. Καποτε, ξυπνησε! Και το μονο που εμενε να θυμαται
ηταν οι πατημασιες στην αμμο
και της δεξιας φτερουγας το πρασινο πτιλωμα.
Με καινε οι δρομοι
με τα ξερα τους ορια
που ξετυλιγονται
και ξετυλιγονται
σαν μακριες πεθαμενες ψυχες
και προσπαθουν τη γεννα μας να πιασουν
και καταπινουν τους λεπτους μας ηχους
Πηρα μαζι μου
ενα δρομο μια φορα
κι η πεινα του σαν προδοσια
ρουφουσε το λευκο τραγουδι μου
και η πρησμενη σκονη του
κρυωνε τη ζωη μου
Καχεκτικοι δρομοι
που θρεφετε τη γυμνια σας μ' εμας
Κατευθειαν στηθηκατε στ' αλωνι
και καρτερειτε
μεχρι να γινει θρυψαλο
η γεννα που φυλαγω στο μυαλο
Πυροβολω μεσα στην μνημη μου πολλες φορες μα ξερω
Οτι εκει υπαρχω μοναχα εγω..
Ποιον να σκοτωσω; Μονο εγω υπαρχω..
Αν ακουστει ενας θανατος θα ειναι ο δικος μου.. Ωστοσο
Πισω απο λογια κρυβομαι..
Παιζω τον ρολο του κομπαρσου σ’ ενα θεατρο ζωης
Που δεν μου ανηκει..
Γνωριζω
Οτι στο τελος και το θυμα θα το παιξω μιας
Και ξερω οτι σκοτωνουνε αυτες οι σφαιρες λεξεις.. .
...καθε φορα
που σκαει στα χειλη το λουλουδι
αναστεναζουν οι σκιες
κι ανασηκωνονται... ...το ανθος πλεκουν
στα μακρια τους χερια
Γκριζα πεταλα γραφουν στο χωμα
μουσικη ανελεητης θλιψης
Η ωρα γυριζει στο μαυρο.
Τα χρωματα που με συγκινουσαν
βουλιαξαν στη θαλασσα,
ομως θαλασσα δεν υπαρχει
εχω μετακομισει στα ενδοτερα και ησυχαζω.
Αυριο
θα ξηλωσω ολες τις παλιες σκαλωσιες
βαρεθηκα τις διαστολες και συστολες του μυαλου μου.
οφείλω να σε προειδοποιήσω
οι στίχοι αυτοί σκοπεύουν ίσια στην καρδιά σου
με δάχτυλα γυμνά μην τους αγγίζεις
μέσα από καπνισμένο τζάμι
να φτάνει εδώ η ματιά σου
ύψωσε φράγματα κι αγκαθωτά συρματοπλέγματα
άκοπες άφησε τις τελευταίες σελίδες
θανάσιμο τον κίνδυνο όταν αντιληφθείς
φρόντισε να μη με πιστέψεις
άσε με μόνο
μείνε μόνος
εγώ που γνώρισα το βάθος της αβύσσου
μπορώ να καταλάβω τη δική σου οδύνη.
Ολα μου τα εμαθες.
την αλφαβητα από την αρχη.
μαζι συλλαβιζαμε τις λεξεις και φτιαχναμε καστρα
με δαιδαλωτους διαδρομους από συμπλεγματα συμφωνων
μαζι με ενα τυχαιο αλφα.
τις νυχτες στο κρεβατι με ενα λαμδα υγρο
εξερευνουσες το κορμι μου .
και οταν ο ηλιος το πρωι τα ματια μας φιλουσε
μου μαθαινες να αναπνεω με το στηθος
γεματο απο ομικρον
και να φιλω με πι και φι και βητα.
και οταν ξαποσταινα στην αγκαλια σου
το ιωτα παρισταινες για να με νανουρισεις.
ολα μου τα εμαθες
μα ξεχασες να μου πεις πώς το αντιο να προφερω.