Σαν γειρει ο ηλιος - Κωστας Χατζης
τότε αναδύονται ...
Σκιές... "μεγάλου αναστήματος"
Το σκουφί του ήταν φτιαγμένο από πολύ όμορφο υλικό και όμορφα χρώματα.
Σ’ εκείνη την πόλη πάντα έβρεχε. Τα μαλλιά του φαινόντουσαν μακριά πολύ και ξανθά. Μπουκώνανε κάτω απ’ το σκούφο ο σκούφος γέμιζε, άλλαζε όψη. Πάντα το φορούσε. Συχνά έχωνε με μανία τα δάχτυλά του κάτω απ’ το ριγέ ύφασμα, κάτω απ’ το λευκό ύφασμα, κάτω απ’ το μοβ.Τη νύχτα, στις 6 Ιουνίου, μετά από έντεκα μέρες, περπατήσαμε ξανά, μαζί στη βροχή.
Δεν είχα ομπρέλα δεν είχα αδιάβροχο, δεν είχα νέα του, δεν είχα το όνομά του.
Η σκιά του που ακουμπούσε απαλά στο δρόμο ήταν πιο ψηλή απ’ τη δικιά μου σκιά.
Του εκμυστηρεύτηκα κάποιες σκόρπιες λέξεις, αποδομημένες σχεδόν, μια πρόκληση, ένα υπόγειο παράπονο καθώς κρατούσα το μαύρο φόρεμα που σέρνονταν στο βρεγμένο δρόμο.
Γιατί δε βάζουμε τις σκιές μας να αναμετρηθούν, κάπως, κάπου ενώ περπατάμε;
Θα ήθελες να παίξουμε ένα παιχνίδι;
Η σκιά σου είναι πιο μεγάλη, μεγαλύτερη απ ‘ τη δικιά μου.
Όμως θέλω να βρω τον τρόπο να μεγαλώσω τη δικιά μου, να ξεπεράσει τη δικιά σου σκιά.
Κάτι θα βρω το ξέρω. Ένα παιχνίδι μόνο.Εκείνος, που δεν είχα ακόμα το όνομά του, που δεν είχα τα νέα του, χαλάρωσε το βήμα του.
Σκουφά και κάτι, γωνία. Απέναντι τοίχος. Επάνω μας δυο πελώρια φώτα του δήμου. Δίπλα μας οι σκιές μας. Μεσαίου αναστήματος, μεγάλου αναστήματος. Γύρισε και τις χάζεψε. Εγώ κοιτούσα εκείνον που έπιανε το σκούφο, αργά και σταθερά, να τον απομακρύνει. Τότε η σκιά του μίκρυνε. Κι έπειτα με αργό ρυθμό τράβηξε τα μαλλιά του και η σκιά του χάθηκε.
Κι όταν τον κοίταξα, στο βάθος του δρόμου, δεν είχε τίποτα επάνω του. Μόνο το θάνατο του.
Κι ύστερα έστρεψα αργά το βλέμμα μου στον τοίχο κι είδα μιαν άχαρη σκιά, τεράστια και μόνη.
Δανάη Παπουτσή
Όπου κι αν πάς, όπου βρεθείς,
τα μάτια μου , αν θυμηθείς,
ψάξε τα αστέρια , θα τα βρείς,
όπου κι αν πάς, όπου βρεθείς...
κλέβε για μένα λίγο φως ... ...
(στιχοι: Σωτια Τσωτου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου